Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἡ περίπολος

См. также в других словарях:

  • περίπολος — περίπολος, η και περίπολο, το 1. ολιγομελής ομάδα στρατιωτών που περιφέρεται για την τήρηση της τάξης ή για ανίχνευση σε καιρό πολέμου, φρουρά: Στην ησυχία της νύχτας ακούγεται μόνο το ρυθμικό βάδισμα της περιπόλου. 2. πολεμικό πλοίο που ελέγχει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περίπολος — going the rounds masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίπολος — η, ο / περίπολος, ον ΝΑ [περιπέλομαι]·Α. αυτός που περιφέρεται και φρουρεί έναν τόπο 2. το αρσ. ως ουσ. ο περίπολος φρουρός με αποστολή την φρούρηση ή και την κατασκόπευση ενός τόπου («περιπόλους ἔταξε καὶ ἐπισκόπους τῶν ἀγρῶν», Πλούτ.) 3. το θηλ …   Dictionary of Greek

  • περίπολον — περίπολος going the rounds masc/fem acc sg περίπολος going the rounds neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ПЕРЕПОЛ —    • Περίπολος,          см. Έφηβος, Эфеб, и Exercitus, Войско, 4 …   Реальный словарь классических древностей

  • περιπόλοις — περίπολος going the rounds masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπόλου — περίπολος going the rounds masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπόλους — περίπολος going the rounds masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπόλων — περίπολος going the rounds masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίπολε — περίπολος going the rounds masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίπολοι — περίπολος going the rounds masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»