-
1 περίπολος
περί-πολος, herumgehend, subst. der Gefährte; bes. um Runde zu machen, zu recognoscieren, Wache zu halten; daher hießen in Athen περίπολοι die jungen Bürger von 18-20 Jahren, welche die Landesgrenzen zu Pferde bewachen mußten, Grenzbereiter; ἡ περίπολος, sc. ναῦς, Wachtschiff -
2 περί-πολος
περί-πολος, herumgehend, subst. der Gefährte, Soph. Ant. 1136; bes. um Runde zu machen, zu recognosciren, Wache zu halten; daher hießen in Athen περίπολοι die jungen Bürger von 18-20 Jahren, welche die Landesgränzen zu Pferde bewachen mußten, Gränzbereiter, vgl. Ar. Av. 1177 u. Scholl. Thuc. 4, 67; ἡ περίπολος, sc. ναῦς, Wachtschiff, Sp.
См. также в других словарях:
περίπολος — περίπολος, η και περίπολο, το 1. ολιγομελής ομάδα στρατιωτών που περιφέρεται για την τήρηση της τάξης ή για ανίχνευση σε καιρό πολέμου, φρουρά: Στην ησυχία της νύχτας ακούγεται μόνο το ρυθμικό βάδισμα της περιπόλου. 2. πολεμικό πλοίο που ελέγχει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περίπολος — going the rounds masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίπολος — η, ο / περίπολος, ον ΝΑ [περιπέλομαι]·Α. αυτός που περιφέρεται και φρουρεί έναν τόπο 2. το αρσ. ως ουσ. ο περίπολος φρουρός με αποστολή την φρούρηση ή και την κατασκόπευση ενός τόπου («περιπόλους ἔταξε καὶ ἐπισκόπους τῶν ἀγρῶν», Πλούτ.) 3. το θηλ … Dictionary of Greek
περίπολον — περίπολος going the rounds masc/fem acc sg περίπολος going the rounds neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ПЕРЕПОЛ — • Περίπολος, см. Έφηβος, Эфеб, и Exercitus, Войско, 4 … Реальный словарь классических древностей
περιπόλοις — περίπολος going the rounds masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπόλου — περίπολος going the rounds masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπόλους — περίπολος going the rounds masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπόλων — περίπολος going the rounds masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίπολε — περίπολος going the rounds masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίπολοι — περίπολος going the rounds masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)